noga
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈnɔɡa/
- ⓘ
Ουσιαστικό
noga (pl) θηλυκό
- το πόδι με τις έννοιες
- (ανατομία) το κάτω άκρο ανθρώπου ή ζώου
- το κάτω άκρο αντικειμένου πάνω στο οποίο στηρίζεται
- το κάτω άκρο του ποδιού
- (μεταφορικά) σκράπας
Εκφράσεις
Συγγενικά
- nogawka
- nożny
- nóżka
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.