nativité
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
nativité
(fr)
θηλυκό
(
στο χριστιανισμό
) η
γέννηση
του
Χριστού
, της
Παρθένου
, του
Ιωάννη
Πρόδρομου
η
εορτή
αυτής της γέννησης
≈
συνώνυμα
:
noël
(
στην αστρολογία
) το
ωροσκόπιο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.