nativité

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

nativité (fr) θηλυκό

  1. (στο χριστιανισμό) η γέννηση του Χριστού, της Παρθένου, του Ιωάννη Πρόδρομου
  2. (στην αστρολογία) το ωροσκόπιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.