négoce
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ne.ɡɔs/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| négoce | négoces |
négoce (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) η δουλειά, η υπόθεση
- (παρωχημένο) το εμπόριο
- αγοραπωλησία αγαθών στη διεθνή αγορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.