margherita

Ιταλικά (it)

το λουλούδι μαργαρίτα
πίτσα μαργαρίτα

Ετυμολογία

margherita < λατινική margarita < αρχαία ελληνική μαργαρίτης

Ουσιαστικό

margherita (it)

  1. το λουλούδι μαργαρίτα
  2. (γαστρονομία) τύπος πίτσας
  3. (γαστρονομία) τύπος σάλτσας
  4. (γαστρονομία) τύπος γλυκού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.