métweet

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

métweet < απόδοση της αγγλική mistweet

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
métweet métweets

métweet (fr) αρσενικό

  • (νεολογισμός) μήνυμα που στάλθηκε κατά λάθος ή που ο αποστολέας του μετάνιωσε που το έστειλε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.