left-hand

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

left-hand < left + hand

Επίθετο

left-hand (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. αριστερός, στην αριστερή πλευρά από κάτι
    the left-hand page - η αριστερή σελίδα
  2. αριστερός, που σχετίζεται με το αριστερό χέρι ενός ατόμου
    a left-hand blow - αριστερό χτύπημα
    a left-hand glove - αριστερό γάντι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.