kurt

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

kurt < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kuɾt/

Ουσιαστικό

kurt (tr)

  1. ο λύκος
  2. το σκουλήκι, η κάμπια των εντόμων που τρώει συχνά οργανική ύλη αποσύνθεσης
     συνώνυμα: kurtçuk

Κλίση

Αναφορές

  1. kurt - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.