koyun

Τουρκικά (tr)

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈjun/

Ουσιαστικό

koyun (tr)

  1. (θηλαστικό ζώο) το πρόβατο
  2. (μεταφορικά) που μόνο ακολουθεί παραγγελίες και δεν εκδηλώνει τη δική του προσωπικότητα

Κλίση

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈjun/

Ουσιαστικό

koyun (tr)

  1. ο κόλπος, το μέρος του σώματος ανάμεσα στους βραχίονες και το στήθος
  2. το μέρος ανάμεσα στο κόλπος και τα ρούχα
  3. (μεταφορικά) ένα προστατευτικό και συμπονετικό περιβάλλον

Κλίση

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkojun/

Ρηματικός τύπος

koyun (tr)

  • β' πληθυντικό προστακτική του ρήματος koymak

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈjun/

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

koyun (tr)

  1. koy, στη γενική του ενικού, "του όρμου".
  2. koy, με το κτητικό επίθετο του Β' προσώπου του ενικού, "ο όρμος σου".
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.