kesmek

Τουρκικά (tr)

Προφορά

ΔΦΑ : /cɛsˈmɛc/

Ρήμα

kesmek (tr)

  1. κόβω
    Ekmeği ne zaman keseceğiz? — Πότε θα κόψουμε το ψωμί;
  2. κατεβάζω κάτι κάτω με κόψιμο, αποκόπτω, κόβω
  3. ελαττώνω, λιγοστεύω, μειώνω, περιορίζω την ποσότητα από κάτι
    Kilo vermek istiyorsan şekeri kesmelisin.Θα πρέπει να περιορίσεις την ποσότητα ζάχαρης εάν θέλεις να χάσεις κιλά.
  4. σφάζω

Κλίση

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.