juggle

Αγγλικά (en)

Ρήμα

juggle (en)

  • ζογκλερίζω
κάνω ταχυδακτυλουργίες, πετάω στον αέρα αντικείμενα και τα ξαναπιάνω
  • ασχολούμαι ταυτοχρόνως με πολλές διαφορετικές εργασίες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.