jubilé
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| jubilé | jubilés |
Ουσιαστικό
jubilé (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) το ιωβηλαίο
- εορτή κατά το πεντηκοστό έτος από την αρχή της εξάσκησης ενός επαγγέλματος
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.