jaded
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | jaded |
| συγκριτικός | more jaded |
| υπερθετικός | most jaded |
Προφορά
/ˈdʒeɪdɪd/, /ˈjā-dəd/
Ετυμολογία en
ύστερος 16ος αιώνας: jaded ( με την σημασία «επαίσχυντος, κακόφημος» ) < jade + -ed
Επίθετο
jaded (en)
- μπουχτισμένος, καταπονημένος, κακογερασμένος, κουρασμένος και βαριεστημένος, συνήθως επειδή είχα πάρα πολύ κάτι
- ↪ He looked jaded by life.
- Φαινόταν μπουχτισμένος από τη ζωή.
- ↪ You seem jaded.
- Φαίνεσαι καταπονημένος.
- ↪ He looked jaded by life.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.