jądro

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈjɔ̃ndrɔ/
 

Ουσιαστικό

jądro (pl) αρσενικό

  1. (βιολογία, γεωλογία, πληροφορική, φυσική) πυρήνας
  2. (ανατομία) όρχις

Συνώνυμα

  • (ανατομία, αργκό) (συνήθως στον πληθυντικό) jajo
  • (πληροφορική) kernel

Συγγενικά

  • jąderko
  • jądrowy
  • najądrze
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.