italiano

Ισπανικά (es)

Επίθετο

italiano (es)

Ουσιαστικό

italiano (es)

  1. (εθνικό όνομα) Ιταλός
  2. (γλώσσα) ιταλικά



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

italiano < παράγωγο του Italia

Επίθετο

italiano (it)

Ουσιαστικό

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό italiano italiani
θηλυκό italiana italiane

italiano (it)

  1. (εθνικό όνομα) ο Ιταλός
  2. (γλώσσα) ιταλικά



Πορτογαλικά (pt)

Επίθετο

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό italiano italianos
θηλυκό italiana italianas

italiano (pt)

Ουσιαστικό

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό italiano italianos
θηλυκό italiana italianas

italiano (pt)

  1. (γλώσσα) τα ιταλικά, η ιταλική γλώσσα
  2. (εθνικό όνομα) Ιταλός / Ιταλίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.