involvement

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

involvement < involve + -ment

Ουσιαστικό

involvement (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ανάμειξη, η συμμετοχή σε κάποια δραστηριότητα ή η αντιμετώπιση με κάποιον
    With his involvement in politics, he abandoned his scientific research.
    Με την ανάμειξή του στην πολιτική εγκατέλειψε την επιστημονική έρευνα.
    He is accused of involvement in a bribery scandal.
    Κατηγορείται για ανάμειξη σε σκάνδαλο δωροδοκίας.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη participation
  2. η ερωτική σχέση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.