inquisitive

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός inquisitive
συγκριτικός more inquisitive
υπερθετικός most inquisitive

Προφορά

ΔΦΑ : /ɪnˈkwɪzɪtɪv/

Επίθετο

inquisitive (en)

  1. (κακόσημο) περίεργος, κάνω πάρα πολλές ερωτήσεις και προσπαθώ να μάθω τι κάνουν οι άλλοι
    if you have inquisitive neighbors - άμα έχεις περίεργους γειτόνους
  2. περίεργος για γνώση, διερευνητικά φιλομαθής, φιλοπερίεργος, γνωστικά διερευνητικός
    I have an inquisitive mind.
    Είμαι περίεργο.

Συνώνυμα

  •  δείτε τη λέξη curious

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.