illa

Γαλικιανά (gl)

Ουσιαστικό

illa (gl) θηλυκό



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

illa (ca) θηλυκό



Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

illa (la)

  1. ονομαστική και αφαιρετική ενικού, θηλυκού γένους του ille
  2. ονομαστική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ille
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.