huntsman

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

huntsman (en)

  1. o κυνηγός
  2. (ΗΒ) ο κυνηγός αλεπούδων
  3. ο υπεύθυνος για τα σκυλιά κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού
  4. το καθένα από διάφορα είδη μεγάλης αράχνης της οικογένειας Sparassidae

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη hunt
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.