huntsman
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
huntsman
(en)
o
κυνηγός
(
ΗΒ
)
ο κυνηγός αλεπούδων
ο υπεύθυνος για τα σκυλιά κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού
το καθένα από διάφορα είδη μεγάλης
αράχνης
της οικογένειας
Sparassidae
Συγγενικά
→
δείτε
τη
λέξη
hunt
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.