hospice

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
hospice hospices

Ουσιαστικό

hospice (en)

  1. (το) άσυλο ανιάτων
  2. (θρησκεία) (το) αρχονταρίκι] λίγων ή πολλών δωματίων για προσκυνητές ή o πτωχοκομικός ξενώνας

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɔs.pis/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
hospice hospices

hospice (fr) αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.