hospice
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| hospice | hospices |
Ουσιαστικό
hospice (en)
- (το) άσυλο ανιάτων
- (θρησκεία) (το) αρχονταρίκι] λίγων ή πολλών δωματίων για προσκυνητές ή o πτωχοκομικός ξενώνας
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɔs.pis/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| hospice | hospices |
hospice (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) κτήριο στο οποίο φιλοξενούνται ταξιδιώτες και προσκυνητές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.