hile
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
hile
(fr)
(
βοτανική
)
ίχνος που φέρει ένας
σπόρος
και που δείχνει το μέρος απ' όπου εξαρτιόταν από το
φυτό
(
ανατομία
)
το σημείο όπου ένα
σπλάχνο
συνδέεται με τα
αιμοφόρα
αγγεία
του
Παράγωγα
hilaire
Ομώνυμα / Ομόηχα
il
(
ils
)
île
(
ile
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.