hile

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

hile (fr)

  1. (βοτανική) ίχνος που φέρει ένας σπόρος και που δείχνει το μέρος απ' όπου εξαρτιόταν από το φυτό
  2. (ανατομία) το σημείο όπου ένα σπλάχνο συνδέεται με τα αιμοφόρα αγγεία του

Παράγωγα

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.