hijacker

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
hijacker hijackers

Ουσιαστικό

hijacker (en)

  1. (airplane hijacker) o αεροπειρατής
  2. αυτός που αρπάζει όχημα και το κατευθύνει προς δικό του προορισμό
  3. αυτός που αρπάζει όχημα για να εξαναγκάσει άλλους να ικανοποιήσουν τα αιτήματά του
  4. ληστής, πειρατής
  5. (πληροφορική) browser hijacker: λογισμικό που εμφανίζει σελίδα σφάλματος ή άλλο μήνυμα του φυλλομετρητή, ώστε ο χρήστης να πατήσει σύνδεσμο και να κατευθυνθεί σε ορισμένο ιστότοπο

  • carjacker
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.