hijacker
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| hijacker | hijackers |
Ουσιαστικό
hijacker (en)
- (airplane hijacker) o αεροπειρατής
- αυτός που αρπάζει όχημα και το κατευθύνει προς δικό του προορισμό
- αυτός που αρπάζει όχημα για να εξαναγκάσει άλλους να ικανοποιήσουν τα αιτήματά του
- ληστής, πειρατής
- (πληροφορική) browser hijacker: λογισμικό που εμφανίζει σελίδα σφάλματος ή άλλο μήνυμα του φυλλομετρητή, ώστε ο χρήστης να πατήσει σύνδεσμο και να κατευθυνθεί σε ορισμένο ιστότοπο
- carjacker
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.