guerra

Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

guerra (es) θηλυκό



Ιταλικά (it)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

guerra (it)

  1. ο πόλεμος



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

guerra (ca)



Πορτογαλικά (pt)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
guerra guerras

guerra (pt) θηλυκό

  1. ο πόλεμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.