golo

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

golo < gol- + -o

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική gologoloj
αιτιατική golongolojn

golo (eo)



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
golo golos

golo (pt) αρσενικό

  1. (αθλητισμός) το γκολ
     συνώνυμα: (Βραζιλία) gol
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.