glyph

Αγγλικά (en)

Γλύφοι των ελληνικών γραμμάτων "Α" και "α"

Ετυμολογία

glyph, από το 1727 ως όρος της τυπογραφίας < γαλλική glyphe < αρχαία ελληνική γλυφή (σκάλισμα, χάραγμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡlɪf/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

glyph (en)

Συγγενικά

  • glyph στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.