gallery
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
gallery
(en)
η
στοά
η
γκαλερί
(εκθεσιακός χώρος ή κατάστημα πώλησης έργων τέχνης)
ο
εξώστης
σ' ένα κινηματογράφο, η "
γαλαρία
"· το
υπερώο
του ναού
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.