gGmbH
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- gGmbH < gemeinnützige GmbH
Συντομομορφή
gGmbH (de) αρκτικόλεξο
- (οικονομία, νομικός όρος) μη κερδοσκοπική ΕΠΕ· ΕΠΕ της οποίας τα έσοδα χρησιμοποιούνται για φιλανθρωπικούς σκοπούς
-
gemeinnützige GmbH στη γερμανική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.