forfeiture

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

forfeiture < forfeit

Ουσιαστικό

forfeiture (en)

  1. (νομικός όρος) στέρηση, κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου (ενέργεια που επιβάλλεται ως ποινή)
    • forfeiture of pay: στέρηση μισθού (διοικητική ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε στρατιωτικό)
  2. η απώλεια ενός τέτοιου περιουσιακού στοιχείου
  3. το περιουσιακό στοιχείο που κατασχέθηκε
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.