forain

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

forain < λατινική foranus (ξένος)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό forain forains
θηλυκό foraine foraines

forain (fr)

  • που έχει σχέση με τις λαϊκές αγορές
    Fête foraine : λούνα πάρκ
    Marchand forain : έμπορος που ασκεί το εμπόριό του στο λούνα πάρκ

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό forain forains
θηλυκό foraine foraines

forain (fr) αρσενικό

  • παρουσιαστής ή καλλιτέχνης που ασκεί μέσα σε ένα λούνα πάρκ

Συγγενικά

foire

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.