fluke

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
fluke flukes

Ουσιαστικό

fluke (en)

  • (συνήθως ενικός, ανεπίσημο) η απροσδόκητη τύχη, κάτι που συμβαίνει τυχαία, όχι λόγω προγραμματισμού ή ικανότητας
    He won by a fluke.
    Κέρδισε κατά τύχη.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.