flexibility
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| flexibility | flexibilities |
Ετυμολογία
- flexibility < (άμεσο δάνειο) γαλλική flexibilité < υστερολατινική flexibilitās < λατινική flectō (λυγίζω).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε flex(ible) + -ibility
Ουσιαστικό
flexibility (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ευελιξία, η προσαρμοστικότητα
- το να μπορώ να έχω πολλές επιλογές
Πολυλεκτικοί όροι
- labour market flexibility
- low temperature flexibility
- waxy flexibility
Συγγενικά
- flex
- heteroflexibility
- homoflexibility
- semiflexibility
- ultraflexibility
Αναφορές
- flexibility - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.