flesh

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

flesh (en)

  1. η σάρκα, τα μαλακά μόρια του σώματος
  2. η σάρκα, το κρέας ως τροφή
  3. το ανθρώπινο σώμα ως σύνολο
  4. το δέρμα, η επιδερμίδα
  5. η σάρκα, το μέρος των καρπών και λαχανικών που τρώγεται
  6. το χρώμα της επιδερμίδας των λευκών

Ρήμα

flesh (en)

  1. βυθίζω (πχ ένα σπαθί) μέσα σε σάρκα
  2. (αμετάβατο) παχαίνω
  3. προσθέτω λεπτομέρειες
  4. απομακρύνω το κρέας από το δέρμα για να το επεξεργαστώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.