flagrantly

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός flagrantly
συγκριτικός more flagrantly
υπερθετικός most flagrantly

Ετυμολογία

flagrantly < flagrant + -ly

Επίρρημα

flagrantly (en) (κακόσημο)

  • κραυγαλέα, κατάφωρα, με πολύ προφανή τρόπο και χωρίς να δείχνει κανέναν σεβασμό σε ανθρώπους, νόμους κτλ.
    The law that was passed was flagrantly unconstitutional.
    Ο νόμος που ψηφίστηκε είναι κραυγαλέα αντισυνταγματικός.
    The law was flagrantly violated.
    Ο νόμος παραβιάστηκε κατάφωρα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη obviously

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.