felony
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
felony (en)
- (νομικός όρος) βαρύ αδίκημα που τιμωρείται με φυλάκιση μεγαλύτερη του έτους, κακούργημα
Σημειώσεις
Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία με το ελληνικό νομικό σύστημα, καθώς τα κακουργήματα τιμωρούνται με ποινές μεγαλύτερες των πέντε ετών. Επομένως είναι δυνατόν κάποια αδικήματα που στις ΗΠΑ θα θεωρούνταν "felonies", στην Ελλάδα να εμπίπτουν στα πλημμελήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.