fallout

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

fallout (en)

  1. πούλβερη, η στάχτη, η τέφρα, η άχνη, η σκόνη έκρηξης (πυρηνικής ή ηφαιστειακής), ραδιοάχνη
  2. η πτώση στο έδαφος σωματιδίων της ατμόσφαιρας που προέρχονται π.χ. από έκρηξη ηφαιστείου ή πυρηνική έκρηξη (καρκινογόνα όταν εισπνέονται, η ραδιοάχνη και με απλή επαφή στο δέρμα)
  3. η επίπτωση, οι επιπτώσεις
  4. απρόβλεπτο αποτέλεσμα, παρενέργεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.