fabacei
Λατινικά (la)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
fabacei
- γενική ενικού του fabaceus στο αρσενικό και στο ουδέτερο γένος
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του fabaceus στο αρσενικό γένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.