exhausteur

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

exhausteur < λατινική exhaustum

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛ.ɡzos.tœʁ/

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛɡ.zo.stœʁ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
exhausteur exhausteurs

exhausteur (fr) αρσενικό

  1. μηχάνημα που αντλεί όλο το υγρό μιας δεξαμενής φέρνοντάς το σε υψηλότερο επίπεδο
  2. (χημεία) exhausteur de goût, exhausteur de saveur - χημική ουσία που προστίθεται στις τροφές για να δυναμώσει τη γεύση τους

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.