emo
Εσπεράντο (eo)
Ετυμολογία
- emo < .em + -o
Ουσιαστικό
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | emo | emoj |
| αιτιατική | emon | emojn |
emo (eo)
- η κλίση προς κάτι
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- emo < πρωτοϊταλική *emō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα h₁em- (παίρνω, διανέμω)
Κλίση
Γ' συζυγία (emo, emi, emptum, emere)
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.