during

Αγγλικά (en)

Πρόθεση

during (en)

  • κατά τη διάρκεια, κατά την ώρα, σε κάποια χρονική στιγμή που διαρκούσε κάτι
    during my lifetime - κατά τη διάρκεια της ζωής μου
    during rush hour - κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής
    The use of a towel during your workout is mandatory.
    Η χρήση πετσέτας κατά την ώρα εκγύμνασης σας είναι υποχρεωτική.
    during my first visit to London - κατά την πρώτη μου επίσκεψη στο Λονδίνο
    She had not been born during the war.
    Δεν είχε γεννηθεί στον πόλεμο.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.