docstring
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| docstring | docstrings |
docstring (en)
- (προγραμματισμός) ειδική περίπτωση σχολίου (comments) στον πηγαίο κώδικα, το οποίο ενσωματώνεται στον εκτελέσιμο κώδικα για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν οδηγίες χρήσης (help) κατά την διάρκεια εκτέλεσης του προγράμματος (run-time). Δεν υποστηρίζεται από όλες τις γλώσσες προγραμματισμού.
- here document
-
docstring στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.