diplomatic
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | diplomatic |
| συγκριτικός | more diplomatic |
| υπερθετικός | most diplomatic |
Επίθετο
diplomatic (en)
- διπλωματικός, που έχει σχέση με τους διπλωμάτες ή με τη διπλωματία
- ↪ They severed diplomatic relations.
- Διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις.
- ↪ They severed diplomatic relations.
- διπλωματικός, που τον χαρακτηρίζει ιδιαίτερη επιδεξιότητα στο χειρισμό υποθέσεων και καταστάσεων
- ↪ a diplomatic response - διπλωματική απάντηση
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.