dialekt

Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

dialekt < αρχαία ελληνική διάλεκτος

Προφορά

 

Ουσιαστικό

dialekt (pl) αρσενικό

  1. η διάλεκτος



Τσεχικά (cs)

Ετυμολογία

dialekt < αρχαία ελληνική διάλεκτος

Ουσιαστικό

dialekt (cs) αρσενικό

  1. η διάλεκτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.