defiance

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

defiance (en)

  • αψήφιση, η ενέργεια του αψηφώ, άρνηση να υπακούσω, περιφρόνηση
    αψηφισιά προς εξουσία, τον εχθρό, στις κακουχίες
    • αντίσταση σε αρνητική-κακόβουλη-αντίθετη δύναμη και το απαιτούμενο σθένος-κουράγιο που επιστρατεύεται για τον σκοπό αυτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.