daube
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /doːb/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| daube | daubes |
daube (fr) θηλυκό
- τρόπος ψησίματος ορισμένων κρεάτων σε κλειστό σκεύος
- (κατ’ επέκταση) το κρέας που μαγειρεύεται μ' αυτό τον τρόπο
- (οικείο) αντικείμενο ή εργασία κακής ποιότητας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.