daube

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /doːb/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
daube daubes

daube (fr) θηλυκό

  1. τρόπος ψησίματος ορισμένων κρεάτων σε κλειστό σκεύος
  2. (κατ’ επέκταση) το κρέας που μαγειρεύεται μ' αυτό τον τρόπο
  3. (οικείο) αντικείμενο ή εργασία κακής ποιότητας

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.