dépilatoire

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

dépilatoire < dépilation

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
dépilatoire dépilatoires

dépilatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αποτριχωτικός, που προκαλεί την πτώση του τριχώματος ή των μαλλιών

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
dépilatoire dépilatoires

dépilatoire (fr) αρσενικό

  1. κρέμα, λοσιόν ή άλλο προϊόν που προκαλεί την πτώση του τριχώματος ή των μαλλιών

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.