déglingue

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
déglingue déglingues

Ουσιαστικό

déglingue (fr) θηλυκό

  1. το ξεχαρβάλωμα, η κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάτι που δεν διατηρείται σωστά
  2. (κατ’ επέκταση) τρέλα, παλαβομάρα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.