déglingue
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| déglingue | déglingues |
Ουσιαστικό
déglingue (fr) θηλυκό
- το ξεχαρβάλωμα, η κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάτι που δεν διατηρείται σωστά
- (κατ’ επέκταση) τρέλα, παλαβομάρα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.