cruz

Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

cruz (es) θηλυκό (πληθυντικός cruces)

  1. ο σταυρός
  2. (θρησκεία) ο σταυρός



Πορτογαλικά (pt)

ενικός πληθυντικός
cruz cruzes

Ουσιαστικό

cruz (pt) θηλυκό

  1. ο σταυρός
  2. (θρησκεία) ο σταυρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.