κριτσανίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κριτσανίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

κριτσανίζω

  • μασάω κάτι ξερό, προκαλώντας τον χαρακτηριστικό ήχο «κριτς κρατς»

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.