comprehension

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

comprehension (en)

  1. η κατανόηση
  2. (μαθηματικά, προγραμματισμός) η κατανόηση μίας οντότητας, ώστε να μπορεί να περιγραφεί από τις ιδιότητες της, από όπου προκύπτουν και οι όροι: set comprehension και list comprehension

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.