comprehension
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
comprehension (en)
- η κατανόηση
- (μαθηματικά, προγραμματισμός) η κατανόηση μίας οντότητας, ώστε να μπορεί να περιγραφεί από τις ιδιότητες της, από όπου προκύπτουν και οι όροι: set comprehension και list comprehension
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη comprehend
Πολυλεκτικοί όροι
-
comprehension στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.