competitive
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | competitive |
| συγκριτικός | more competitive |
| υπερθετικός | most competitive |
Επίθετο
competitive (en)
- ανταγωνιστικός, χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση στην οποία άτομα ή οργανισμοί ανταγωνίζονται
- ↪ a competitive policy/tactic - ανταγωνιστική πολιτική/τακτική
- ↪ The competitive relations of trade unions and a political party.
- Οι ανταγωνιστικές σχέσεις συνδικάτων και κόμματος.
- ανταγωνιστικός, συναγωνιστικός, που είναι τόσο καλό όσο ή καλύτερο από άλλα
- ↪ competitive prices - ανταγωνιστικές/συναγωνιστικές τιμές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.