cinéphage
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- cinéphage < ciné- + -phage
Προφορά
- ΔΦΑ : /sinefaʒ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| cinéphage | cinéphages |
cinéphage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) αυτός που πάει να δει πολλά έργα στον κινηματογράφο
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
| cinéphage | cinéphages |
cinéphage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) που αρέσκεται να βλέπει πολλά έργα στον κινηματογράφο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.